επιρροή

επιρροή
[эпирои] ουσ θ влияние.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επιρροή" в других словарях:

  • ἐπιρροῇ — ἐπιρροή afflux fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρροή — afflux fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιρροή — η (Α ἐπιρροή) νεοελλ. 1. μτφ. επίδραση, επενέργεια, επηρεασμός, επιβολή («ασκεί μεγάλη επιρροή επάνω σου» σέ επηρεάζει πολύ) 2. απόλ. μτφ. προσωπικό ή κοινωνικό ή πολιτικό κύρος, δύναμη («ἐχει μεγάλη επιρροή στην κυβέρνηση») 3. δημοφιλία 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • επιρροή — η 1. επίδραση, επενέργεια, επήρεια. 2. κύρος, προσωπική επιβολή, δύναμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιρροαῖς — ἐπιρροή afflux fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρροαῖσι — ἐπιρροή afflux fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρροαῖσιν — ἐπιρροή afflux fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρροαί — ἐπιρροή afflux fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρροᾶς — ἐπιρροή afflux fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρροῆς — ἐπιρροή afflux fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρροήν — ἐπιρροή afflux fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»